Ομιλία του Γεωργίου Μέργου, Ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ στην Εκδήλωση για την Κοπή της Πρωτοχρονιάτικης Πίτας του Μανιατακείου Ιδρύματος με Θέμα: «Πολιτιστική Κληρονομιά και Βιώσιμη Ανάπτυξη»

Πέμπτη, 15 Μαρτίου 2018

Θέλω να ευχαριστήσω το Μανιατάκειο Ιδρυμα για την πρόσκληση να είμαι σήμερα ομιλητής με θέμα «Πολιτιστική Κληρονομιά και Βιώσιμη Ανάπτυξη». Το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο για δύο λόγους. Πρώτον γιατί διεθνώς έχει τις τελευταίες δεκαετίες αναδειχθεί η μεγάλη σημασία του πολιτισμού ως μοχλού οικονομικής ανάπτυξης. Δεύτερον γιατί στη συγκυρία οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αναζητούμε εναγωνίως ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που θα ενισχύσει τον παραγωγικό ιστό, θα ενδυναμώσει την εξωστρέφεια της οικονομίας και θα συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή δημιουργώντας συνθήκες απασχόληση και εισοδήματος στην περιφέρεια.

Το θέμα αυτό το έχουμε ενδελεχώς μελετήσει στο πλαίσιο ενός Ευρωπαϊκού προγράμματος με τίτλο «Cultural Heritage as Generator of Sustainable Development – Economic Benefits, Social Opportunities and Policy Challenges” που άρχισε το 2015, ολοκληρώνεται τον Αύγουστο 2018 και επικεντρώνεται στην αρχιτεκτονική κληρονομιά. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μανιατάκειο Ίδρυμα, το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, to Flaminia Foundation του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, το Business School του Πανεπιστημίου Middlesex του Λονδίνου και το Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου. Μάλιστα, πρόσφατα δημοσιεύθηκε βιβλίο μας με τον ίδιο τίτλο που περιέχει ομιλίες που έγιναν στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου τον Μάϊο του 2016 στην Αθήνα. Είχαμε την τιμή να προλογίσει το βιβλίο ο Καθηγητής κ. Θέμελης τον οποίο ευχαριστούμε.

Στις εκδηλώσεις μας είχαμε σεμινάρια στο Λονδίνο, τη Ραβέννα, στην Κορώνη και πρόσφατα στην Πάφο. Μάλιστα, το επόμενο σεμινάριο και το συνέδριο μας στα Χανιά το Μάϊο 2018 συμπεριλαμβάνεται στις εκδηλώσεις του European Year of Cultural Heritage, αναγνώριση εξαιρετικά τιμητική για το πρόγραμμα.
Με αφετηρία τα συμπεράσματα αυτού του Ευρωπαϊκού Προγράμματος θα αναφερθώ σε δύο ερωτήματα. Πρώτον, ποια είναι η διεθνής εμπειρία σήμερα για το ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Δεύτερον, πως η πολιτιστική κληρονομιά, στη σημερινή συγκυρία οικονομικής κρίσης, μπορεί να ενισχύσει τον παραγωγικό ιστό δημιουργώντας συνθήκες απασχόληση και εισοδήματος στην περιφέρεια.

Η διεθνής εμπειρία για το ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς στη βιώσιμη ανάπτυξη

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ορίσθηκε στη δεκαετία του 1980 (στο γνωστό Brundtland Report του 1987) με τρείς διαστάσεις, την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική. Όμως, σήμερα οι παγκόσμιες προκλήσεις δεν είναι μόνο οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές και η UNESCO έχει αναγνωρίσει την πολιτιστική κληρονομιά ως την τέταρτη διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η αναγνώριση της αναπτυξιακής σημασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι υπόθεση των τελευταίων είκοσι ετών. Μάλιστα πρόσφατα, αποκτά αυξανόμενη σημασία όχι μόνο στους επιστημονικούς κύκλους, στα ακαδημαϊκά περιοδικά και στα επιστημονικά συνέδρια αλλά και σε διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, στα προγράμματα ανάπτυξης, στα αναπτυξιακά χρηματοδοτικά πρωτόκολα, καθώς και προγράμματα οικονομικής πολιτικής σε διεθνές, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Για παράδειγμα, αναγνωρίζεται από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ως ισχυρός οικονομικός και κοινωνικός μοχλός, ως καταλύτης στην οικονομική ανάπτυξη, το κοινωνικό κεφάλαιο και την επιχειρηματικότητα στις τοπικές οικονομίες.
Η κρατούσα στον παρελθόν προσέγγιση θεωρούσε τη χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως απειλή, που οδηγούσε σε εμπορευματοποίηση, απαξίωση και καταστροφή. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει συνείδηση ότι τα μνημεία προστατεύονται και διατηρούνται αποτελεσματικά όταν αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής και όταν εντάσσονται στην οικονομία αναψυχής και δια βίου μάθησης. Η οικονομία της γνώσης και η τεχνολογία, στο πλαίσιο του νέου προτύπου ανάπτυξης, συνδυάζονται με την οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας. Ως εκ τούτου, η εξισορρόπηση «προστασίας και χρήσης» σημαίνει ότι το πολιτιστικό κεφάλαιο προστατεύεται καλύτερα όταν εντάσσεται στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Δηλαδή, η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι πολλά, ίσως τα περισσότερα, οφέλη από την πολιτιστική κληρονομιά προκύπτουν στη διαδικασία χρήσης. Το σχετικό θεωρητικό πλαίσιο αποτελείται από τρείς οικονομικές συνιστώσες: (α) την αναγνώριση της κληρονομιάς ως οικονομικού κλάδου αυτοτελώς, που χρησιμοποιεί πόρους, παράγει προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργεί απασχόληση και εισοδήματα, (β) την θεώρηση της ως αναπτυξιακού παράγοντα που λειτουργεί καταλυτικά στην αναπτυξιακή διαδικασία με την προσέλκυση οικονομικών λειτουργιών και την ενθάρρυνση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων και (γ) την λειτουργία της ως εργαλείου ανάπτυξης μέσω της δημιουργίας ταυτότητας.
Αυτό που παρατηρείται δηλαδή διεθνώς είναι ότι η έννοια της προστασίας των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς μετακινείται από τη συντήρηση και τη διατήρηση προς τη διατηρήσιμη χρήση και τη διαχείριση της αλλαγής με ένταξη τόσο στο κοινωνικό όσο και στο οικονομικό περιβάλλον, όμως με σεβασμό στα πολιτιστικά στοιχεία που διαφορετικά θα απαξιώνονταν και θα χάνονταν λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
Συγκεκριμένα, παρατηρείται μια μετακίνηση στον τρόπο που προσεγγίζουμε την πολιτιστική κληρονομιά σε τρείς κατευθύνσεις: (α) από τα μνημεία προς στους ανθρώπους (from monuments to people), (β) από τα αντικείμενα προς τις λειτουργίες (from objects to functions) και (γ) από την συντήρηση των μνημείων προς την διατηρήσιμη χρήση (from preservation to sustainable use). Η κληρονομιά δεν είναι πλέον στενά ένα σύνολο από αντικείμενα, με μόνο σκοπό τη συντήρησή τους για ιστορικούς, ηθικούς και αρχαιολογικούς λόγους, αλλά ευρύτερα ένα αναπόσπαστο λειτουργικό τμήμα της κοινωνίας και της οικονομίας ενός τόπου, που συμπεριλαμβάνει πολιτικά πρότυπα, οικονομική ευημερία, κοινωνική συνοχή, και πολιτισμική διαφορετικότητα.
Η νέα αυτή αντίληψη θεωρεί τη διατήρηση της κληρονομιάς και την οικονομική δραστηριότητα εταίρους στην αναπτυξιακή διαδικασία. Η κυρίαρχη πρόβλεψη είναι ότι ο πολιτισμός γενικά ως κλάδος της οικονομικής δραστηριότητος θα αυξηθεί θεαματικά στον 21ο αιώνα και θα αποτελέσει σημαντικό οικονομικό προϊόν των χωρών, προσδιορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό το μέλλον των κοινωνιών και σημαντικό παράγοντα οικονομικής ανταγωνιστικότητας.

Πολιστική κληρονομιά και βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο ερώτημα. Πως η πολιτιστική κληρονομιά, στη σημερινή συγκυρία οικονομικής κρίσης της Ελλάδος, μπορεί να ενισχύσει τον παραγωγικό ιστό, να ενδυναμώσει την εξωστρέφεια της οικονομίας και να συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή δημιουργώντας συνθήκες απασχόληση και εισοδήματος στην περιφέρεια;
Η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδος αποτελεί χωρίς αμφιβολία σημαντικό κεφάλαιο και ισχυρό αναπτυξιακό δυναμικό για την εθνική οικονομία αλλά και κάθε τοπική οικονομία, με άμεσα και έμμεσα οφέλη. Όπως η δημιουργία απασχόλησης, η προσέλκυση επενδύσεων, η δημιουργία φορολογικών εσόδων, η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας μέσω του τουρισμού και της κατανάλωσης, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, κλπ.

Όμως, δεν υπάρχει συμφωνία στο πως θα ενταχθεί η πολιτιστική κληρονομιά στον αναπτυξιακό προγραμματισμό και πως θα χρηματοδοτηθούν οι επιλεγμένες δράσεις. Αυτό για να απαντηθεί απαιτεί τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης στρατηγικής από διεπιστημονική ομάδα ειδικών της οποίας η πρόταση να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση ώστε να τύχει της ευρύτερης δυνατής αποδοχής.

Επιτρέψτε μου όμως να επισημάνω ορισμένα σημεία.

Πρώτον, η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να αποτελέσει μοχλό αλλαγής του τουριστικού προτύπου και διεύρυνσης της τουριστικής περιόδου. Αναμφίβολα τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας αποτελούν την κορωνίδα ης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδος. Είναι γνωστό ότι σύμφωνα με υπολογισμούς η ίδρυση του Μουσείου της Ακρόπολης προσέθεσε μια ή δύο διανυκτερεύσεις στη διαμονή των επιστεπτών και έκανε την Αθήνα city-break. Λογικά, η συντήρηση, αποκατάσταση και επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αλλά και των άλλων περιφερειακών μουσείων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην κατεύθυνση αυτή.

Δεύτερον, σε τοπικό επίπεδο, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, η ανάδειξη του πολιτιστικού κεφαλαίου κάθε περιοχής είναι ένα τοπικό θέμα. Παράγοντες όπως η πολιτιστική ιδιαιτερότητα, το κοινωνικό κεφάλαιο, η ποιότητα ηγεσίας, η ποιότητα διοίκησης, κλπ διαμορφώνουν διαφορετικές συνθήκες για κάθε περιοχή, που συνεπάγεται ότι οι δράσεις θα πρέπει να έχουν τοπικό χαρακτήρα μέσω της αποκεντρωμένης διοίκησης και επομένως, τόσο ο προγραμματισμός όσο και η χρηματοδότηση θα πρέπει να αντιμετωπισθούν σε τοπικό επίπεδο.

Τρίτον, όλες οι περιοχές της χώρας έχουν ανεκμετάλευτο πολιτιστικό κεφάλαιο που λόγω έλλειψης πόρων κινδυνεύει με καταστροφή. Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας την διεθνή εμπειρία πως «ό,τι δεν χρησιμοποιείται, χάνεται». Σ’ αυτό το ανεκμετάλευτο πολιτιστικό πλούτο συμπεριλαμβάνονται τα αναρίθμητα κάστρα και φρούρια, αρχιτεκτονικά μνημεία με ελάχιστους επισκέπτες, που χρειάζονται αποκατάσταση, αναστήλωση και ανάδειξη, άλλα σε άριστη κατάσταση και άλλα σε κίνδυνο καταστροφής. Ο αγαπητός μου φίλος Νικος Βασιλάτος, Δικηγόρος έχει πάρει Έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο του Τα Κάστρα της Ελληνικής Γής. Το βιβλίο του για τα Κάστρα της Εύβοιας ήταν μια μένα το έναυσμα για την ευαισθητοποίησή μου και τον ευχαριστώ. Τα κάστρα και τα φρούρια, με κατάλληλη αναστήλωση, όπως η πρωτοπόρος Ιταλία έχει αποδείξει, μπορούν να αποτελέσουν μοχλό βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης, διεύρυνσης του τοπικού τουριστικού προϊόντος, ανάδειξης της τοπικής ιστορίας και ταυτότητας, καθώς και του τοπικού brand name. Διαφορετικά, λόγω εγκατάλειψης και έλλειψης πόρων θα χαθούν για πάντα.

Τέταρτον, στη διάσωση και ανάδειξη της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου πρέπει να έχουν λόγο και ρόλο οι τοπικές κοινωνίες. Στην απογραφή του πολιτιστικού κεφαλαίου της περιοχής τον προσδιορισμό των αναγκών για συντήρηση και διάσωση, στον εντοπισμό των αναπτυξιακών δυνατοτήτων, καθώς και στη σύνταξη προγράμματος δράσεων, ενός Master Plan, με βοήθεια διεπιστημονικής ομάδας ειδικών, καθώς και στην υλοποίηση. Και υπάρχουν τρόποι γι’ αυτό.

Πέμπτον, στη χρηματοδότηση, σημαντικό ρόλο πρέπει να έχει η κινητοποίηση των τοπικών φορέων όπως επιμελητήρια, μη κερδοσκοπικοί φορείς, ο ιδιωτικός τομέας μέσω της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, καθώς και ο εθελοντισμός. Θέλω να σημειώσω ότι η περιορισμένη δυνατότητα δημόσιας χρηματοδότησης των μεγάλων επενδυτικών αναγκών, έχει οδηγήσει στη δημιουργία μια σειράς καινοτομικών χρηματοδοτικών εργαλείων όπως το crowdfunding, τα ΣΔΙΤ, το Lottery Fund στην Αγγλία, κλπ. Όμως, έχει αποδειχθεί διεθνώς, ότι ο εθελοντισμός αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη πηγή χηματοδότησης των δράσεων πολιτισμού και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σύμφωνα με τον Bell (2017) στο Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο για το έτος 2014, η αξία της απλήρωτης εθελοντικής εργασίας στον τομέα του πολιτισμού εκτιμήθηκε ότι ανήλθε σε 1 δις. λίρες.

Επίλογος

Κλείνοντας θέλω να συνοψίσω με δύο συμπεράσματα. Στις σύγχρονες αντιλήψεις για την οικονομική ανάπτυξη η πολιτιστική κληρονομιά αναγνωρίζεται ταυτόχρονα ως ατμομηχανή, αλλά και ως καταλύτης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Προστασία και χρήση της κληρονομιάς είναι εταίροι στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Η πρόκληση για την Ελλάδα της κρίσης είναι να αξιοποιήσει το τεράστιο και συχνά ανεκμετάλευτο πολιτιστικό κεφάλαιο πού έχει, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, ώστε να πετύχει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση, ακολουθώντας τα επιτυχημένα παραδείγματα πολλών άλλων χωρών.